- απειροπλους
- ἀπειρόπλουςἀπειρό-πλους2неопытный в мореплавании Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπειρόπλους — ignorant of navigation masc/fem nom pl ἀπειρόπλους ignorant of navigation masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειρόπλους — ἀπειρόπλους, ουν (Α) ο άπειρος στη θαλασσοπλοΐα, ο μη έμπειρος στη ναυτιλία … Dictionary of Greek